- ταπετσάρισμα
- το, -ατοςταπετσαρία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταπετσάρισμα — το, Ν τοποθέτηση ταπετσαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπετσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
ταπετσ(ι)έρης — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης] … Dictionary of Greek
τοιχόστρωση — η, Ν επίστρωση τού εσωτερικού τοίχων δωματίου με χαρτί, ξύλο, ύφασμα ή άλλο υλικό, ταπετσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + στρώση (< στρώνω)] … Dictionary of Greek